θαλαμίς

θαλαμίς
θᾰλᾰμ-ίς, ίδος, ,
A = θαλαμηπόλος, An.Ox.2.376.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • θαλαμίς — θαλαμίς, ίδος, ή (Α) [θάλαμος] η θαλαμηπόλος …   Dictionary of Greek

  • θαλαμίς — fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θαλαμίν — θαλαμίς fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θάλαμος — (Φυσ.). Ονομασία διάφορων συσκευών που περιλαμβάνουν έναν χώρο με πολύ συγκεκριμένες συνθήκες και περιεχόμενο και χρησιμοποιούνται για τη μελέτη των ιδιοτήτων των στοιχειωδών σωματιδίων (ηλεκτρονίων, πρωτονίων, νετρονίων κλπ.). Η μελέτη αυτή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”